- τακούνι
- το(λ. ιταλ.), το ψηλό πίσω μέρος των παπουτσιών όπου πατά η φτέρνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τακούνι — και ντακούνι, το, Ν το ψηλότερο και πίσω μέρος τής σόλας τών παπουτσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. taccone] … Dictionary of Greek
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
τακουνάκι — το, Ν υποκορ. 1. μικρό τακούνι, χαμηλό ή ψιλό τακούνι 2. (ιδιωμ.) μτφ. ιδιαίτερος τρόπος λακτίσματος τής μπάλας στο ποδόσφαιρο, με το πίσω μέρος τού άρβυλου … Dictionary of Greek
τακουνιά — η, Ν χτύπημα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακούνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
γόβα — η γυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μοκασίνι — το είδος υποδήματος χωρίς τακούνι που έχει μαλακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < moccasin, λ. αλγκονκικής προέλευσης (τών Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής)] … Dictionary of Greek
πασούμι — το 1. (στο παρελθόν) είδος γυναικείου υποδήματος 2. γυναικεία παντόφλα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τον τ. πασουμάκι, που νομίστηκε υποκοριστικό (πρβλ. τσαρδάκι > τσαρδί)] … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek